- επισκευάσιμος
- -η, -οπου επιδέχεται επισκευή, που μπορεί να επισκευαστεί, που σηκώνει επιδιόρθωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.